- τανύπεπλος
- τανύ - πεπλος: with trailing robes, long-robed.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τανύπεπλος — with flowing robe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύπεπλος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία γυναικών τής υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο 2. φρ. «πλακοῡς τανύπεπλος» κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί… … Dictionary of Greek
τανύπεπλον — τανύπεπλος with flowing robe masc/fem acc sg τανύπεπλος with flowing robe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυπέπλοιο — τανύπεπλος with flowing robe masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυπέπλου — τανύπεπλος with flowing robe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυπέπλους — τανύπεπλος with flowing robe masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυπέπλῳ — τανύπεπλος with flowing robe masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύπεπλε — τανύπεπλος with flowing robe masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύπεπλ' — τανύπεπλα , τανύπεπλος with flowing robe neut nom/voc/acc pl τανύπεπλε , τανύπεπλος with flowing robe masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)